- εκλαγχάνω
- ἐκλαγχάνω (Α)μού λαχαίνει, μού δίνει η τύχη τον κλήρο μου, τον λαχνό μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξέλαχον — ἐκλαγχάνω obtain by lot aor ind act 3rd pl ἐκλαγχάνω obtain by lot aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλαχεῖν — ἐκλαγχάνω obtain by lot aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλαχών — ἐκλαγχάνω obtain by lot aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξειληχότες — ἐκλαγχάνω obtain by lot perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… … Dictionary of Greek
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek
ἐκλάχοι — ἐκλάχοῑ , ἐκλαγχάνω obtain by lot aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)